Αρχείο

Archive for the ‘Παπαχελάς Αλέξης’ Category

Η συνωμοσία της βλακείας

24 Δεκεμβρίου, 2008 Σχολιάστε

Του Αλεξη Παπαχελα, Η Καθημερινή, 24/12/2008

Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες ο εγγονός του ιστορικού σταθμάρχη της CIA Toμ Καραμεσίνη, ο Τζέρι Καραμεσίνης, εμφανίσθηκε προχθές στη Νομική Σχολή και πέταξε δύο μολότοφ στη Σόλωνος. Ανήκε σε μια ειδική επιχειρησιακή ομάδα του αμερικανικού Πενταγώνου, που έχει ως σχέδιο να κάψει σιγά – σιγά ένα μεγάλο μέρος ελληνικού εδάφους και στο τέλος να πυρπολήσει το ελληνικό κομμάτι του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη. Πρόκειται για καλά μελετημένο σχέδιο αποσταθεροποίησης της χώρας…

Αφου διευκρινίσουμε –για παν ενδεχόμενο– ότι οι παραπάνω πληροφορίες αποτελούν αποκύημα φαντασίας, θα πρέπει να σημειώσουμε πως δυστυχώς υπάρχουν σοβαροί άνθρωποι στην Ελλάδα του 2008 οι οποίοι κυκλοφορούν βλακώδη σενάρια, εμπλέκοντας ξένες δυνάμεις στην κρίση βίας που βιώνουμε αυτές τις μέρες.

Δεν είναι η πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική μας ιστορία που αρνούμεθα να αντιμετωπίσουμε με ωριμότητα ένα φαινόμενο. Οταν η «17 Νοέμβρη» βρισκόταν στο απόγειό της, ανθούσαν δεκάδες θεωρίες συνωμοσίας: ο Ανδρέας ήταν ο αφανής αρχηγός της οργάνωσης, επρόκειτο για παρακρατικό παρακλάδι της «Κόκκινης Προβιάς», ειδική ομάδα με Αμερικανούς πράκτορες κ.λπ κ.λπ. Οι εφημερίδες της εποχής ήταν γεμάτες από τέτοιου είδους θεωρίες και ερμηνείες που βόλευαν τους πάντες, ειδικά αυτούς που δεν ήθελαν ή δεν ήξεραν να κάνουν τη δουλειά τους.

Με την εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη» αποδείχθηκε εν τέλει το αυτονόητο. Το ελληνικό κράτος ήταν παντελώς διαλυμένο και ανέτοιμο να αντιμετωπίσει μια σοβαρή κρίση τρομοκρατίας. Οι αστυνομικοί δούλευαν σαν παλιοί χωροφύλακες ψάχνοντας πάντοτε μοτοσυκλέτα διαφυγής, ενώ οι τρομοκράτες έπαιρναν απλώς ταξί ή λεωφορείο. Οι αξιωματικοί απέδιδαν μονίμως τη μη σύλληψη των τρομοκρατών στην «κακή τους τύχη». Οι πολιτικοί φοβόντουσαν να κάνουν τη δουλειά τους για να μην κάνουν κάποια γκάφα προκαλώντας μερίδα του Τύπου. Η ελληνική κοινωνία αδιαφορούσε για το πρόβλημα και τα θύματά του. Στο τέλος δηλαδή της ιστορίας δεν υπήρχε καμιά μεγάλη συνωμοσία, αλλά απλή ανικανότητα πολιτικών αλλά και κρατικών λειτουργών καθώς και έλλειψη πολιτικής βούλησης. Οταν το πράγμα σοβάρεψε, λόγω Βρετανών και Ολυμπιακών, το πρόβλημα λύθηκε.

Δυστυχώς η ιστορία επαναλαμβάνεται. Τα τελευταία χρόνια έχουν συμβεί σημαντικά γεγονότα: η δολοφονία του ειδικού φρουρού τον Δεκέμβριο του 2005, οι βομβιστικές επιθέσεις κατά Βουλγαράκη και άλλων στόχων, δολοφονικές επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα κ.λπ. Η πολιτική ηγεσία δεν κατάλαβε ποτέ το πρόβλημα και δεν του απέδωσε σημασία, παροπλίζοντας πολύτιμα στελέχη του κρατικού μηχανισμού. Οσοι, θεωρούμενοι «παράφρονες», προέβλεπαν πως τα φαινόμενα βίας και τρομοκρατίας θα αναζωπυρώνονταν, δικαιολογημένα τώρα ανησυχούν. Γιατί όταν η ανικανότητα κράτους και πολιτικών συνδυάζεται με μια περίοδο σήψης και απονομιμοποίησης της αστυνομίας και του κράτους, τα πράγματα γίνονται πιο επικίνδυνα.

Θα ήταν κρίμα να γυρίσουμε στη δεκαετία του ’80 αναζητώντας πάλι προβοκάτορες και ξένες δυνάμεις σε ένα εγχώριο πρόβλημα προκειμένου να δικαιολογήσουμε τις δικές μας αδυναμίες. Το ανησυχητικό δεν είναι ότι όσα ζούμε συντονίζονται από κάποιο σκοτεινό κέντρο, το ανησυχητικό είναι πως αν πράγματι μια ξένη δύναμη ήθελε να μας αποσταθεροποιήσει, θα καταλάβαινε πόσο εύκολο είναι. Και κάτι ακόμη: ελπίζουμε όλοι ότι οι τριτοκοσμικές θεωρίες συνωμοσίας περί ξένων δυνάμεων δεν προέρχονται από παρακυβερνητικούς κύκλους. Γιατί αυτό θα σήμαινε πως δεν μπορούν να προστατεύσουν τη χώρα ούτε απέναντι σε εσωτερικό ούτε σε εξωτερικό κίνδυνο, αλλά ούτε εν τέλει και απέναντι στη βλακεία…

Γιατί η Δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται;

10 Δεκεμβρίου, 2008 Σχολιάστε

Του Αλέξη Παπαχελά, Η Καθημερινή, Tετάρτη, 10 Δεκεμβρίου 2008

Νιώθω μια βαθιά απελπισία τις τελευταίες μέρες, καθώς βλέπω τη χώρα μου να κατρακυλάει σε έναν κατήφορο χωρίς τέλος. Μια καλή φίλη μού περιέγραψε, νομίζω με τον καλύτερο τρόπο, τι νιώθουμε ως χώρα. «Θυμάσαι, μου είπε, την ασύλληπτη ευφορία και αυτοπεποίθηση που νιώσαμε όλοι το βράδυ που κερδίσαμε το ΕURO ή το καλοκαίρι των Ολυμπιακών; Ε, λοιπόν, νιώθω ακριβώς το αντίστροφο τώρα».

Η δολοφονία του έφηβου στα Εξάρχεια και η καταστροφή που ακολούθησε έχουν χτυπήσει μια φλέβα οργής και έχουν αφήσει ένα κύμα παρολογισμού να πνίξει το αυτονόητο και τη λογική. Τα 16χρονα παιδιά κατεβαίνουν στους δρόμους γιατί νιώθουν τα αδιέξοδα που θα τους κληροδοτήσει η γενιά των γονιών τους, αντιλαμβάνονται πόσο δύσκολο θα είναι να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο και γιατί, όταν παίρνουν το σήμα πως όλα επιτρέπονται, μπαίνουν κι αυτά στο μεγάλο πάρτι.

Η μεσαία τάξη αγανακτεί γιατί νιώθει τρομακτική ανασφάλεια, παντελή ανικανότητα του κράτους και καταλαβαίνει τι θα ακολουθήσει λόγω κρίσης. Οι αστυνομικοί κοιτάνε στο έδαφος γιατί τα έχουν χαμένα και δεν είναι σίγουροι ποια είναι η δουλειά τους και πώς θα την κάνουν σε αυτό το οργισμένο περιβάλλον.

Η κυβέρνηση τα έχει κι αυτή χαμένα και ζει σε μια εικονική πραγματικότητα, αναζητώντας θεωρίες συνωμοσίας ή… ξεκούραστες μονάδες ΜΑΤ.

Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα των περιστάσεων και δεν καταλαβαίνει πως, αν κληθεί να κυβερνήσει κάποια ώρα, δεν θα τη σώσουν τα κεράκια και οι βερμπαλισμοί γιατί ο κόσμος, και ειδικώς οι νέοι, δεν θα έχουν καμία υπομονή μαζί της.

Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό είναι δύσκολο να αρθρώσει κανείς μια λογική κουβέντα. Το πάθος των μεν, η οργή των δε πνίγει τη λογική και μας οδηγεί στην λάθος κουβέντα. Είμαστε μια χώρα με διαλυμένο κράτος, διαλυμένες υπηρεσίες ασφαλείας, μέτρια πανεπιστήμια που παράγουν οργή, αλλά όχι γνώση, διαλυμένο σύστημα υγείας και στα πρόθυρα της δημοσιονομικής χρεοκοπίας. Τώρα όμως συζητάμε για το αν έχουμε αστυνομικό κράτος και ξαναγυρνάμε στο 1974 για να ξανακουβεντιάσουμε τα ίδια και τα ίδια.

Αυτή η κυβέρνηση έχει τεράστια ευθύνη. Την εμπιστευθήκαμε γιατί πιστέψαμε ότι είχαμε πιάσει πάτο με τη διαφθορά, τη διαπλοκή και τη σαπίλα είκοσι ετών ΠΑΣΟΚ. Οι άνθρωποι του μεσαίου χώρου πίστεψαν ότι η κυβέρνηση αυτή θα προχωρούσε την Ελλάδα και το κράτος της από εκεί που το έφτασε, κουτσά στραβά ο κ. Σημίτης είτε λόγω Ολυμπιακών είτε λόγω συγκυριών. Δυστυχώς όμως –όπως ξαναείπαμε– ήταν μια κυβέρνηση που έσπαγε αυγά και μετά δεν ήξερε ή δεν ήθελε να κάνει ομελέτα. Ήταν μια κυβέρνηση που αντί να επανιδρύσει το κράτος, όπως υποσχέθηκε, μας πήγε πάλι πίσω. Κλασικό παράδειγμα, το υπουργείο Δημοσίας Τάξεως. Ο κ. Βουλγαράκης ήταν «ελαφρύς, αλλά καλό παιδί», ο κ. Πολύδωρας «καλός, απλά μιλάει πολύ» και εν τω μεταξύ ένας εφοριακός διόριζε στελέχη την πρώτη περίοδο και ένας απόφοιτος γυμνασίου, επικεφαλής πολιτικού γραφείου, είχε λόγο για το ποιος θα γίνει αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. Έτσι φτάσαμε, από ανικανότητα και έλλειψη ηγεσίας, να μη συζητάμε τι πρέπει να αλλάξει για να πάμε μπροστά, αλλά να ξαναμπλέκουμε στην ίδια βλακώδη συζήτηση που μας έχει κρατήσει τόσο μα τόσο πίσω.

Ίσως μέσα από αυτή την απελπισία και αφού περάσουμε και μία δύο ακόμη αδιέξοδες κυβερνήσεις να βρούμε τον μοντέρνο Ελευθέριο Βενιζέλο ή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που επειγόντως χρειαζόμαστε. Εναν ηγέτη, δηλαδή, που θα δαμάσει τον λαϊκισμό, θα επανιδρύσει κανονικά το πτωχευμένο ελληνικό κράτος και θα εμπνεύσει. Δεν τον βλέπω στον ορίζοντα, αλλά επειδή η ιστορία απεχθάνεται το κενό ίσως να χρειάζονταν το σοκ και η κρίση αυτών των ημερών για να αρχίσουμε τουλάχιστον να συνειδητοποιούμε πως το μεταπολιτευτικό κράτος και το πολιτικό προσωπικό έχουν χρεοκοπήσει, από κάθε άποψη.

Κατηγορίες:Παπαχελάς Αλέξης Ετικέτες: